θέριεμα

θέριεμα
το, -ατος
υπερβολική ανάπτυξη, γιγάντωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θέριεμα — το [θεριεύω] 1. το να θεριεύει κάτι 2. ανάπτυξη, αύξηση («το θέριεμα τού αμπελιού») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”